μικροφωτόμετρο

μικροφωτόμετρο
το
(φωτογρ.) διάταξη κατάλληλη για τη μέτρηση τής έντασης τού φωτισμού που έχει δεχθεί ένα φωτογραφικό παρασκεύασμα, όπως λ.χ. ένα φωτογραφικό φιλμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microphotometre (βλ. μικρ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”